τρεχέδειπνος

τρεχέδειπνος
-ον, Α
1. (για άνθρωπο παράσιτο) αυτός που τρέχει για δείπνο ακόμη κι όταν έχει ασχολία
2. αυτός που τρέχει αργά για δείπνο και επείγεται να προφθάσει
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρεχέδειπνα
ελαφρά εσθήτα ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρεχ- τού τρέχω* με συνδετικό φωνήεν -ε- + δεῖπνος (πρβλ. φερέδειπνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρεχέδειπνος — running to a banquet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεχεδειπνότερον — τρεχέδειπνος running to a banquet adverbial comp τρεχέδειπνος running to a banquet masc acc comp sg τρεχέδειπνος running to a banquet neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεχέδειπνον — τρεχέδειπνος running to a banquet masc/fem acc sg τρεχέδειπνος running to a banquet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεχεδείπνους — τρεχέδειπνος running to a banquet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεχέδειπνοι — τρεχέδειπνος running to a banquet masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

  • τρεχεδειπνώ — έω, Μ [τρεχέδειπνος] τρέχω για δείπνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”