- τρεχέδειπνος
- -ον, Α1. (για άνθρωπο παράσιτο) αυτός που τρέχει για δείπνο ακόμη κι όταν έχει ασχολία2. αυτός που τρέχει αργά για δείπνο και επείγεται να προφθάσει3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρεχέδειπναελαφρά εσθήτα ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρεχ- τού τρέχω* με συνδετικό φωνήεν -ε- + δεῖπνος (πρβλ. φερέδειπνος)].
Dictionary of Greek. 2013.